απαισιοδοξία — η το να τα βλέπει κανείς όλα μαύρα, άσχημα: Τα τελευταία χρόνια τον είχε κυριέψει η απαισιοδοξία· (φιλοσ.), η άποψη ότι η ζωή είναι γεμάτη από δεινά και θλίψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Φαίδρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
ζοφερός — ή, ό (Α ζοφερός, ά, όν) [ζόφος] 1. γεμάτος ζόφο, σκοτεινός, κατασκότεινος, ζοφώδης («Τιτῆνες ναίουσι πέρην Χάεος ζοφεροῑο», Ησίοδ.) 2. αυτός που εμπνέει φόβο, απελπισία, απαισιοδοξία («η κατάσταση είναι ζοφερή») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζοφερόν … Dictionary of Greek
ζοφερότητα — η (Μ ζοφερότης) [ζοφερός] σκοτεινότητα, σκοτείνιασμα, ζόφος νεοελλ. μτφ. απελπισία, απαισιοδοξία … Dictionary of Greek
ιερεμιάδα — η 1. το θρηνώδες άσμα τού προφήτη Ιερεμία 2. η περιγραφή μιας κατάστασης με τρόπο θρηνώδη και μεμψίμοιρο 3. χαρακτηρισμός εφημερίδας τής αντιπολίτευσης η οποία παρουσιάζει την πολιτική κατάσταση με απόλυτη απαισιοδοξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιερεμίας. Η… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
πεσιμισμός — και παλ. τ. πεσσιμισμός, ο 1. (φιλοσ.) α) η απαισιοδοξία, το να πιστεύει κανείς στην εξ αντικειμένου χειρότερη κατάσταση β) η θεωρία σύμφωνα με την οποία η ουσία τών πραγμάτων είναι κατά βάση κακή και ότι το κακό στον κόσμο κυριαρχεί επί τού… … Dictionary of Greek